Πώς το «εκεί και τότε» επηρεάζει το «εδώ και τώρα»;

Τα σημερινά ευρήματα ερευνών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους αλλά και η κλινική δουλειά τείνουν να μας αποκαλύπτουν ότι οι εμπειρίες και «εναπομείναντα» θέματα του παρελθόντος μας επηρεάζουν τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
Στην περίπτωση που γίνουμε γονείς επηρεάζουν ασφαλώς και τον τρόπο που ανατρέφουμε τα παιδιά μας. Εμπειρίες, επώδυνες ή όχι, που δεν έχουμε επεξεργασθεί ικανοποιητικά μπορεί να μας αφήσουν με «άλυτα θέματα» που επιδρούν στο πώς αντιδρούμε στις συναισθηματικές συνδιαλλαγές με τα παιδιά μας.
Τα «άλυτα» αυτά θέματά μας έρχονται στην επιφάνεια σχετικά εύκολα και συνήθως ανεξέλεγκτα στη γονεϊκή σχέση.
Όταν αυτό συμβαίνει τότε οι αντιδράσεις μας προς αυτά είναι συναισθηματικά έντονες, με παρορμητικές συμπεριφορές, σωματικά αισθήματα και διαστρέβλωση της αντίληψής μας. Τέτοιου είδους αντιδράσεις μας εμποδίζουν να παραμείνουμε ψύχραιμοι, ευέλικτοι, σκεπτόμενοι και ανοικτοί στη συνδιαλλαγή με τα παιδιά μας.

Είναι οι φορές που νοιώθουμε ότι «κάπου μας ξέφυγε» και αντί για τους γονείς που θα θέλαμε να είμαστε μοιάζει να γινόμαστε οι γονείς που μισούμε να είμαστε. Οι επακόλουθες ενοχές μας εμπλέκουν σε φαύλους κύκλους αντιδράσεων που απλώς χειροτερεύουν τα πράγματα.
          Ζητήματα του παρελθόντος μας, που για πολλά δεν έχουμε συνείδηση της ύπαρξής τους, μέχρι να δουλέψουμε ψυχοθεραπευτικά με τον εαυτό μας, επιδρούν στην τρέχουσα πραγματικότητα των σχέσεών μας με τα παιδιά μας.

Ο καθένας από μας έρχεται να παίξει το ρόλο του γονιού εφοδιασμένος με έναν εαυτό που διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου από την έκφραση των γονιδίων του και τα βιώματά του.

Όλοι μας έχουμε θέματα από το παρελθόν μας, δύσκολα ή λιγότερο δύσκολα, που προέρχονται από επανειλημμένες εμπειρίες νωρίς στη ζωή μας, εμπειρίες που ήταν συναισθηματικά πολύ σημαντικές για μας και που, αν δεν τις επεξεργασθούμε με έναν συνθετικό νοητικά και συναισθηματικά τρόπο, έρχονται και ξανάρχονται επηρεάζοντας αρνητικά τις σχέσεις μας στο παρόν.

Έγραφα το άρθρο αυτό όταν μια νεαρή μητέρα ενός κοριτσιού 2,5 ετών, θεραπευόμενή μου, έφερε στη θεραπεία της ένα τέτοιο θέμα που σας το αναφέρω με την άδειά της.
«Δεν ξέρεις τι μου έκανε χθες η κόρη μου. Με έβγαλε από τα ρούχα μου. Και δεν είναι μόνο χθες. Τελευταία είναι όλο ‘θέλω’ και ‘δεν θέλω’. Με κάνει έξαλλη. Δεν μπορώ να την οριοθετήσω. Χθες από τα νεύρα μου άρχισα να δίνω σφαλιάρες στον εαυτό μου.»
Όταν ηρέμησε κάπως και αρχίσαμε να βλέπουμε το θέμα από κοντά αυτό που προέκυψε ήταν ότι η μικρή και οριοθετημένη είναι για την ηλικία της και η μητέρα την οριοθετεί. Όπως όλα τα παιδιά στην ηλικία αυτή ανακαλύπτει τη διαφορετικότητά της,

τις ανάγκες και επιθυμίες της. Στην αρχή, πολύ φυσιολογικά, χρησιμοποιεί «υπερβολικά», για τους ενήλικες, το «θέλω» και «δεν θέλω».
Η μητέρα για κάποιον ανεξήγητο λόγο ενώ λογικά καταλάβαινε την ώρα του επεισοδίου ότι η έκφραση των «θέλω» της μικρής είναι βοηθητική για το μεγάλωμά της, συναισθηματικά λειτουργούσε παρορμητικά, έντονα, και με διαστρεβλωμένη αντίληψη του όλου θέματος.
Όταν πρότεινα να αφήσουμε τη μικρή και να επικεντρωθούμε στην ίδια, πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η κόρη της έκανε κάτι (ζητούσε τις επιθυμίες της) που η ίδια δεν έμαθε να κάνει ούτε ως παιδί, που ήταν υπάκουη, ούτε και ως ενήλικη παρόλο που έχει πολλές τέτοιες ανάγκες και επιθυμίες. Μέσα της τα «θέλω» και «δεν θέλω» μοιάζουν ανεπίτρεπτα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι θέματα από την ιστορία της μητέρας που εμπλέκουν το δικό της μεγάλωμα και τα νοητικά σχήματα που ανέπτυξε και διατηρεί (δεν επιτρέπεται να ζητάμε τις ανάγκες μας) υπεισέρχονται στις αντιδράσεις της προς τις καθ’ όλα φυσιολογικές συμπεριφορές της κόρης της.
Καταλήξαμε για μια ακόμη φορά στη διαπίστωση ότι περισσότερα έχουμε να διδαχθούμε από τα παιδιά μας παρά να τους διδάξουμε.
Στο παραπάνω παράδειγμα μοιάζει το «εκεί και τότε» να επηρεάζει το «εδώ και τώρα», το παρελθόν να στοιχειώνει το παρόν και το μέλλον.
Οι μελέτες για τη μνήμη μας εφοδιάζουν με αρκετά στοιχεία που βοηθούν στην κατανόηση του πώς μένουμε με άλυτα θέματα, γιατί δεν έχουμε πολλές φορές συνείδηση τέτοιων θεμάτων, και πώς αυτά επηρεάζουν την τρέχουσα ζωή μας.
Η μελέτη της μνήμης, ερευνητικά και κλινικά, υποστηρίζει την ύπαρξη πολλαπλών συστημάτων μνήμης.

Από την αρχή της ζωής μας στη μήτρα οι εγκέφαλοί μας είναι ικανοί να ανταποκρίνονται στην εμπειρία αλλάζοντας τις συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων. Αυτές οι συνδέσεις διαμορφώνουν την ιδιαίτερη δομή κάθε εγκεφάλου και πιστεύεται ότι είναι ο τρόπος που ο εγκέφαλος θυμάται τις εμπειρίες. Η εγκεφαλική δομή διαμορφώνει την εγκεφαλική λειτουργία που με τη σειρά της δημιουργεί τον «νου» και την «ψυχή».

Οι δύο τρόποι που γίνονται αυτές οι συνδέσεις είναι οι δύο τύποι μνήμης, η άδηλη (implicit) και έκδηλη (explicit).

Η άδηλη μνήμη έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συγκεκριμένων νευρωνικών κυκλωμάτων που είναι υπεύθυνα για την εκδήλωση συναισθημάτων, συμπεριφορών, αντίληψης και πιθανόν σωματικών αισθήσεων. Είναι μη λεκτική, υπάρχει κατά τη γέννησή μας και συνεχίζει να λειτουργεί σ’ όλη μας τη ζωή.

Ο εγκέφαλός μας μπορεί να κωδικοποιεί άδηλες μνήμες χωρίς να περάσει από το συνειδητό.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της είναι αυτό που καλούμε νοητικά μοντέλα. Μέσα από τα μοντέλα αυτά ο νους μας δημιουργεί γενικεύσεις επαναλαμβανόμενων εμπειριών.

Για παράδειγμα, ένα μωρό που νοιώθει ήρεμο και παρηγορημένο όταν η μητέρα του ή ο πατέρας του ανταποκρίνεται στην ανησυχία του, θα γενικεύσει την εμπειρία έτσι, ώστε η παρουσία της μητέρας / του πατέρα να του δίνει μία αίσθηση ασφάλειας και ευεξίας.

Όταν θα είναι ανήσυχο αργότερα, το νοητικό μοντέλο της σχέσης του με τη μητέρα / τον πατέρα θα ενεργοποιείται και θα το κάνει να τους αναζητά για να ηρεμήσει. Αυτή είναι η λεγόμενη προσκόλληση / πρόσδεση.

Με τις επαναλαμβανόμενες εμπειρίες με τα σημαντικά μας πρόσωπα προσκόλλησης, ο νους μας δημιουργεί μοντέλα που επηρεάζουν το πώς βλέπουμε εμάς και τους άλλους.
Στο παραπάνω παράδειγμα το μωρό βλέπει τους γονείς ως ασφαλείς και ανταποκρινόμενους και τον εαυτό του να μπορεί να επηρεάζει το περιβάλλον του και να ικανοποιεί τις ανάγκες του.
Το πώς προσαρμοζόμαστε στις πρώιμες προσκολλήσεις μας στην οικογένεια επηρεάζει τις μετέπειτα σχέσεις μας έξω απ’ αυτήν.

Το ενδιαφέρον με την άδηλη μνήμη είναι ότι δεν έχουμε αίσθηση ανάμνησης. Δεν καταλαβαίνουμε ότι μια εσωτερική εμπειρία έρχεται από το παρελθόν.
Έτσι, συναισθήματα, συμπεριφορές, σωματικά αισθήματα, αντιλήψεις και συγκεκριμένα ασύνειδα νοητικά μοντέλα επηρεάζουν την τωρινή μας κατάστασή . Όταν π.χ. αντιδρούμε υπερβολικά σε κάτι, όταν κάποιος νοιώθουμε να πατάει το «κουμπί» μας, το πιθανότερο είναι η άδηλη μνήμη προσωπικών μας εμπειριών να είναι παρούσα.

Μετά τα πρώτα μας γενέθλια η ανάπτυξη των ιππόκαμπων, εγκεφαλικών δομών του μεταιχμιακού συστήματος, εγκαθιστά ένα νέο κύκλωμα που καθιστά δυνατή την έκδηλη μνήμη.
Υπάρχουν δύο μέρη της έκδηλης μνήμης, η «σημαντική» που είναι διαθέσιμη περίπου στην ηλικία των 1,5 ετών και η «αυτοβιογραφική» που αρχίζει να αναπτύσσεται μετά τα δεύτερά μας γενέθλια.
Η περίοδος πριν την αυτοβιογραφική μνήμη είναι η μια περίοδος παιδικής αμνησίας, ένα φαινόμενο εξελικτικά καθολικό σε όλους τους πολιτισμούς. Δεν έχει να κάνει με τραύμα αλλά με την μη ανάπτυξη συγκεκριμένων δομών του εγκεφάλου.

Σε αντίθεση με την άδηλη, στη έκδηλη μνήμη έχουμε αίσθηση ανάμνησης και χρειάζεται συνειδητή προσοχή για τη διαδικασία κωδικοποίησης.
Η αυτοβιογραφική μνήμη εμπλέκει το χρόνο και την αίσθηση του εαυτού. Για να υπάρξει χρειάζεται να αναπτυχθεί ο προμετωπιαίος φλοιός που είναι σημαντικός για την αυτοαντίληψη και τη ρύθμιση των συναισθημάτων.
Γνωρίζοντας τώρα για τα πολλαπλά συστήματα μνήμης που διαθέτουμε ως όντα και ιδίως για την άδηλη μνήμη και την κατασκευή νοητικών μοντέλων είναι περισσότερο κατανοητό το πώς εμπειρίες του παρελθόντος μας για τις οποίες έχουμε ή όχι ανάμνηση επηρεάζουν το παρόν των γονεϊκών μας σχέσεων.
Συχνά προσπαθούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των παιδιών μας όταν στην πραγματικότητα είναι πρωτίστως οι δικές μας εμπειρίες και νοητικά σχήματα που πυροδοτούν τα συναισθήματά μας για τη δική τους συμπεριφορά.
Η επεξεργασία θεμάτων από το παρελθόν μας βοηθά να εντάξουμε άδηλες μνήμες σε έκδηλες αφηγήσεις στο συνειδητό και να αναθεωρήσουμε μη βοηθητικά νοητικά μοντέλα που είχαμε αναπτύξει σε συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκες.

Όταν ως γονείς αδυνατούμε να πάρουμε την ευθύνη επεξεργασίας δικών μας θεμάτων, στερούμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας από μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για προσωπική και οικογενειακή ανέλιξη.
Έχοντας άγνοια για την προέλευση των σκέψεων, συμπεριφορών και των συναισθημάτων μας καταδικαζόμαστε πολλές φορές να επαναλαμβάνουμε σταθερά σχήματα συμπεριφορών για τα οποία δεν είμαστε υπερήφανοι και τα οποία δεν βοηθούν στο μεγάλωμα των παιδιών μας αλλά και του εαυτού μας.
Εστιάζοντας μέσα μας όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι έξω μας είναι πολλές φορές ο καταλληλότερος τρόπος για να αντιδράσουμε ευέλικτα και να δημιουργήσουμε περισσότερες επιλογές λύσεων.
Μεγαλώνοντας το παιδί μέσα μας και συνθέτοντας με νόημα την προσωπική μας ιστορία είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για το μεγάλωμα βιοψυχοκοινωνικά υγιών παιδιών.